προφητεία

προφητεία
η, ΝΜΑ [προφητεύω]
1. το να προφητεύει κανείς, το να προλέγει τα μέλλοντα με θεία έμπνευση (α. «είχε το χάρισμα τής προφητείας» β. «διδασκαλίαν ὡς προφητείαν ἐκχεῶ», ΠΔ.
γ. «χάρισμα δ' οἶδα πνεύματος θείαν δόσιν. κήρυγμ' ἀδήλων τὴν προφητείαν λέγω», Γρηγ. Ναζ.
δ. «τῶν προφητείᾳ τετιμημένων», Μηναί.)
2. το αποτέλεσμα τού να προφητεύει κανείς, η διατύπωση τής πρόβλεψης, ο χρησμός (α. «η προφητεία τού Κοσμά τού Αιτωλού επαληθεύθηκε» β. «ἐν τῷ ἀκοῡσαι τοὺς λόγους τούτους και τὴν προφητείαν Ἀδὰδ τοῡ προφήτου», ΠΔ)
3. το χάρισμα να ερμηνεύει κανείς την Καινή Διαθήκη, να μιλά με τη χάρη τού Αγίου Πνεύματος («ἔχοντες τὰ χαρίσματα... εἴτε προφητείαν», ΚΔ)
4. γραπτό κείμενο με προφητείες, με προβλέψεις προφητών, κυρίως απόσπασμα ή βιβλίο ολόκληρο τής Παλαιάς Διαθήκης («ἐν ἄλλῃ προφητείᾳ λέγει ὁ Ἰακώβ», Βαρνάβ.)
5. (με περιλπτ. σημ.) τα προφητικά βιβλία τής ΠΔ
6. κάθε πρόρρηση, κάθε πρόβλεψη τού μέλλοντος («μην επηρεάζεσαι από τις προφητείες της»)
αρχ.
το αξίωμα τού προφήτη, τού αναγνωρισμένου χρησμοδότη ενός μαντείου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προφητεία — προφητείᾱ , προφητεία gift of interpreting the will of the gods fem nom/voc/acc dual προφητείᾱ , προφητεία gift of interpreting the will of the gods fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφητείᾳ — προφητείᾱͅ , προφητεία gift of interpreting the will of the gods fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφητεία — η η πράξη του προφητεύω, το να προλέγει κανείς τα μέλλοντα, το προμάντεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προφητείας — προφητείᾱς , προφητεία gift of interpreting the will of the gods fem acc pl προφητείᾱς , προφητεία gift of interpreting the will of the gods fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφητείαι — προφητείᾱͅ , προφητεία gift of interpreting the will of the gods fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφητείαν — προφητείᾱν , προφητεία gift of interpreting the will of the gods fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφητειῶν — προφητεία gift of interpreting the will of the gods fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφητεῖαι — προφητεία gift of interpreting the will of the gods fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφητείαις — προφητεία gift of interpreting the will of the gods fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφητείη — προφητεία gift of interpreting the will of the gods fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”